χροιά
[xriˈa]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Teintαρσενικό | Maskulinum, männlich mχροιά δέρματοςχροιά δέρματος
- Nuanceθηλυκό | Femininum, weiblich fχροιά απόχρωση, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφχροιά απόχρωση, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Anflugαρσενικό | Maskulinum, männlich mχροιά ιδέα, ίχνος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφχροιά ιδέα, ίχνος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ