„χρησιμοποιώ“: μεταβατικό ρήμα χρησιμοποιώ [xrisimopiˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) gebrauchen, verwenden, anwenden, anwenden, benutzen ausnutzen gebrauchen, verwenden, anwenden χρησιμοποιώ χρησιμοποιώ anwenden χρησιμοποιώ βία χρησιμοποιώ βία benutzen, ausnutzen χρησιμοποιώ εκμεταλλεύομαι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ χρησιμοποιώ εκμεταλλεύομαι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ