„χρεώνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα χρεώνομαι [xreˈonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) belastet werden, Schulden machen belastet werden χρεώνομαι λογαριασμός χρεώνομαι λογαριασμός Schulden machen (με mit) χρεώνομαι κάνω χρέη χρεώνομαι κάνω χρέη