„χνουδωτός“ χνουδωτός [xnuðoˈtos], χνουδωτή, χνουδωτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) flauschig, fusselig flauschig χνουδωτός χνουδωτός fusselig χνουδωτός μαλλιαρός χνουδωτός μαλλιαρός esempi χνουδωτό αρκουδάκιουδέτερο | Neutrum, sächlich n Plüschbärαρσενικό | Maskulinum, männlich m χνουδωτό αρκουδάκιουδέτερο | Neutrum, sächlich n χνουδωτό παιχνίδιουδέτερο | Neutrum, sächlich n Kuscheltierουδέτερο | Neutrum, sächlich n χνουδωτό παιχνίδιουδέτερο | Neutrum, sächlich n