„χλώριο“: ουδέτερο χλώριο [ˈxlorio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Chlor Chlorουδέτερο | Neutrum, sächlich n χλώριο χημεία | Chemieχημ χλώριο χημεία | Chemieχημ