χιουμοριστικός
[çumoristiˈkos], χιουμοριστική, χιουμοριστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- humoristischχιουμοριστικόςχιουμοριστικός
Grazie per il Suo feedback!