„χιαστός“ χιαστός [çiasˈtos], χιαστή, χιαστόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) gekreuzt gekreuzt χιαστός χιαστός esempi χιαστός σύνδεσμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m ανατομία | Anatomieανατ Kreuzbandουδέτερο | Neutrum, sächlich n χιαστός σύνδεσμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m ανατομία | Anatomieανατ