χελώνα
[çeˈlona]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Schildkröteθηλυκό | Femininum, weiblich fχελώναχελώνα
- lahme Enteθηλυκό | Femininum, weiblich fχελώνα άνθρωπος, αυτοκίνητο μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφSchneckeθηλυκό | Femininum, weiblich fχελώνα άνθρωπος, αυτοκίνητο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφχελώνα άνθρωπος, αυτοκίνητο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ