χειρολαβή
[çirolaˈvi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- (Hand-)Griffαρσενικό | Maskulinum, männlich mχειρολαβήχειρολαβή
- Haltegriffαρσενικό | Maskulinum, männlich mχειρολαβή αθλητισμός | Sportαθλχειρολαβή αθλητισμός | Sportαθλ