χειροκίνητος
[çiroˈkjinitos], χειροκίνητη, χειροκίνητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- manuell, Hand-χειροκίνητοςχειροκίνητος
esempi
- χειροκίνητο γεωτρύπανοουδέτερο | Neutrum, sächlich nHandbohrerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- χειροκίνητο κιβώτιοουδέτερο | Neutrum, sächlich n ταχυτήτων αυτοκίνητο | AutoαυτοκHandschaltungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- χειροκίνητο τρυπάνιουδέτερο | Neutrum, sächlich nHandbohrmaschineθηλυκό | Femininum, weiblich f
nascondi gli esempimostra più esempi