„χατίρι“: ουδέτερο χατίρι [xaˈtiri]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Gefallen, Gefälligkeit Gefallenαρσενικό | Maskulinum, männlich m χατίρι Gefälligkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f χατίρι χατίρι esempi κάνω ένα χατίρι einen Gefallen tun (σε κάποιον jemandem) κάνω ένα χατίρι για (το) χατίρι μου/σου mir/dir zuliebe για (το) χατίρι μου/σου