χαρακτηρισμός
[xaraktirizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Charakterisierungθηλυκό | Femininum, weiblich fχαρακτηρισμόςBezeichnungθηλυκό | Femininum, weiblich fχαρακτηρισμόςχαρακτηρισμός
- Kennzeichnungθηλυκό | Femininum, weiblich fχαρακτηρισμόςχαρακτηρισμός