„χάρισμα“: ουδέτερο χάρισμα [ˈxarizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Charisma, Talent, Gabe Charismaουδέτερο | Neutrum, sächlich n χάρισμα χάρισμα Talentουδέτερο | Neutrum, sächlich n χάρισμα προσόν Gabeθηλυκό | Femininum, weiblich f χάρισμα προσόν χάρισμα προσόν