„χάντικαπ“: ουδέτερο χάντικαπ [ˈxandikap]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Handicap, Vorgabe Handicapουδέτερο | Neutrum, sächlich n χάντικαπ χάντικαπ Vorgabeθηλυκό | Femininum, weiblich f χάντικαπ αθλητισμός | Sportαθλ χάντικαπ αθλητισμός | Sportαθλ