„φύλλωμα“: ουδέτερο φύλλωμα [ˈfiloma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n, φυλλωσιά [filoˈsja]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Laub, Blattwerk Laubουδέτερο | Neutrum, sächlich n φύλλωμα δέντρου Blattwerkουδέτερο | Neutrum, sächlich n φύλλωμα δέντρου φύλλωμα δέντρου