φόρτιση
[ˈfortisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Ladungθηλυκό | Femininum, weiblich fφόρτιση ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρφόρτιση ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρ
- Überlastungθηλυκό | Femininum, weiblich fφόρτιση υπερφόρτισηφόρτιση υπερφόρτιση
esempi
- φόρτιση με γύρηPollenflugαρσενικό | Maskulinum, männlich m