φωτεινός
[fotiˈnos], φωτεινή, φωτεινόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- φωτεινός όχι σκοτεινός
- sonnigφωτεινός ηλιόλουστοςφωτεινός ηλιόλουστος
- Leucht-φωτεινός που φωτίζειφωτεινός που φωτίζει
esempi
- φωτεινή επιγραφήθηλυκό | Femininum, weiblich fLeuchtanzeigeθηλυκό | Femininum, weiblich f