φυτρώνω
[fiˈtrono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -μένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- φυτρώνω φυτό
- auftauchenφυτρώνω εμφανίζομαι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφφυτρώνω εμφανίζομαι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ