„φτερούγα“: θηλυκό φτερούγα [fteˈruɣa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Flügel Flügelαρσενικό | Maskulinum, männlich m φτερούγα πουλιού φτερούγα πουλιού