„φρόνημα“: ουδέτερο φρόνημα [ˈfronima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Moral, Gesinnung, Ansicht Moralθηλυκό | Femininum, weiblich f φρόνημα ηθικό φρόνημα ηθικό Gesinnungθηλυκό | Femininum, weiblich f φρόνημα συνήθως | meistσνθπληθυντικός | Plural pl ιδεολογία Ansichtθηλυκό | Femininum, weiblich f φρόνημα συνήθως | meistσνθπληθυντικός | Plural pl ιδεολογία φρόνημα συνήθως | meistσνθπληθυντικός | Plural pl ιδεολογία