„φρεάτιο“: ουδέτερο φρεάτιο [freˈatio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Schacht Schachtαρσενικό | Maskulinum, männlich m φρεάτιο φρεάτιο esempi φρεάτιο υπονόμου Gullyαρσενικό | Maskulinum, männlich m φρεάτιο υπονόμου