φορτώνω
[forˈtono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- beladenφορτώνω όχημαφορτώνω όχημα
- φορτώνω εμπόρευμα
- ladenφορτώνω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υφορτώνω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ
- aufbürden (κάτι σε κάποιον jemandem etwas)φορτώνω υποχρέωση, ευθύνη, δουλειά μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφφορτώνω υποχρέωση, ευθύνη, δουλειά μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- anhängen (κάτι σε κάποιον jemandem etwas)φορτώνω ενοχή, έγκλημαφορτώνω ενοχή, έγκλημα
esempi
- η ιστοσελίδα φορτώνει ακόμηdie Webseite lädt noch