„φορτίζω“: μεταβατικό ρήμα φορτίζω [forˈtizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) laden, aufladen laden, aufladen φορτίζω ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ φορτίζω ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ