φορά
[foˈra]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Laufαρσενικό | Maskulinum, männlich mφορά του αέρα, του νερούRichtungθηλυκό | Femininum, weiblich fφορά του αέρα, του νερούφορά του αέρα, του νερού
- Verlaufαρσενικό | Maskulinum, männlich mφορά των πραγμάτωνGangαρσενικό | Maskulinum, männlich mφορά των πραγμάτωνφορά των πραγμάτων
- Malουδέτερο | Neutrum, sächlich nφορά χρονική στιγμήφορά χρονική στιγμή