„φιλαράκι“: ουδέτερο φιλαράκι [filaˈrakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n, φιλαράκος [filaˈrakos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Kumpel Kumpelαρσενικό | Maskulinum, männlich m φιλαράκι φιλαράκι