φιλήσυχος
[fiˈlisixos], φιλήσυχη, φιλήσυχοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- brav, rechtschaffenφιλήσυχος ευυπόληπτος, ειλικρινήςφιλήσυχος ευυπόληπτος, ειλικρινής
- friedlich, friedfertigφιλήσυχος φιλειρηνικόςφιλήσυχος φιλειρηνικός