φθορά
[fθoˈra]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Verschleißαρσενικό | Maskulinum, männlich mφθορά από χρήσηAbnutzungθηλυκό | Femininum, weiblich fφθορά από χρήσηφθορά από χρήση
- Zerstörungθηλυκό | Femininum, weiblich fφθορά καταστροφήφθορά καταστροφή
- Verfallαρσενικό | Maskulinum, männlich m.φθορά ηθική μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφφθορά ηθική μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
esempi
- φθορά ξένης ιδιοκτησίαςSachbeschädigungθηλυκό | Femininum, weiblich f