φαρμακώνω
[farmaˈkono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- vergiftenφαρμακώνω δηλητηριάζωφαρμακώνω δηλητηριάζω
- verbittern, kränkenφαρμακώνω πικραίνω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφφαρμακώνω πικραίνω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ