φανταστικός
[fandastiˈkos], φανταστική, φανταστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- imaginärφανταστικός μη υπαρκτόςφανταστικός μη υπαρκτός
- fiktivφανταστικός πλάσμα της φαντασίαςφανταστικός πλάσμα της φαντασίας
- fantastischφανταστικός καταπληκτικόςφανταστικός καταπληκτικός
- irreφανταστικός οικείο | umgangssprachlichοικφανταστικός οικείο | umgangssprachlichοικ