φανερός
[faneˈros], φανερή, φανερόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- offenkundig, sichtlichφανερός εμφανήςφανερός εμφανής
- klar, ersichtlichφανερός σαφήςφανερός σαφής