φακές
[faˈkjes]πληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Linsenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplφακές βοτανική | Botanikβοτφακές βοτανική | Botanikβοτ
- Linsengerichtουδέτερο | Neutrum, sächlich nφακές φαγητόφακές φαγητό
- Linsensuppeθηλυκό | Femininum, weiblich fφακές σούπαφακές σούπα