φάρος
[ˈfaros]αρσενικό | Maskulinum, männlich mPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Leuchtturmαρσενικό | Maskulinum, männlich mφάρος ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτφάρος ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ
esempi
- φάρος αεροδρομίου αεροπορία | LuftfahrtαεροπBakeθηλυκό | Femininum, weiblich f