„φάντασμα“: ουδέτερο φάντασμα [ˈfandazma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Gespenst, Geist, Phantom, Gespenst Gespenstουδέτερο | Neutrum, sächlich n φάντασμα πνεύμα φάντασμα πνεύμα Geistαρσενικό | Maskulinum, männlich m φάντασμα στοιχειό Gespenstουδέτερο | Neutrum, sächlich n φάντασμα στοιχειό φάντασμα στοιχειό Phantomουδέτερο | Neutrum, sächlich n φάντασμα απατηλή ιδέα φάντασμα απατηλή ιδέα