„υψώνω“: μεταβατικό ρήμα υψώνω [iˈpsono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) erhöhen, anheben, erheben, hissen, heben erhöhen υψώνω υψώνω (er)heben υψώνω σηκώνω υψώνω σηκώνω anheben υψώνω τιμές υψώνω τιμές erheben υψώνω φωνή μαθηματικά | Mathematikμαθ υψώνω φωνή μαθηματικά | Mathematikμαθ hissen υψώνω σημαία υψώνω σημαία