„υφιστάμενος“: αρσενικό υφιστάμενος [ifisˈtamenos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Untergebener Untergebenerαρσενικό | Maskulinum, männlich m υφιστάμενος στην υπηρεσία υφιστάμενος στην υπηρεσία
„υφιστάμενος“ υφιστάμενος [ifisˈtamenos], υφιστάμενη, υφιστάμενοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) bestehend bestehend υφιστάμενος υφιστάμενος