υπόμνημα
[iˈpomnima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Legendeθηλυκό | Femininum, weiblich fυπόμνημα χάρτηυπόμνημα χάρτη
- Schriftsatzαρσενικό | Maskulinum, männlich mυπόμνημα νομικός όρος | Rechtswesenνομυπόμνημα νομικός όρος | Rechtswesenνομ