υπόληψη
[iˈpolipsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Hochachtungθηλυκό | Femininum, weiblich fυπόληψη εκτίμησηυπόληψη εκτίμηση
- Ansehenουδέτερο | Neutrum, sächlich nυπόληψη φήμηυπόληψη φήμη