υπόλειμμα
[iˈpolima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Restαρσενικό | Maskulinum, männlich mυπόλειμμαυπόλειμμα
- Überbleibselουδέτερο | Neutrum, sächlich nυπόλειμμα κατάλοιπουπόλειμμα κατάλοιπο
- Resteπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mplυπόλειμμα πληθυντικός | Pluralplυπόλειμμα πληθυντικός | Pluralpl