„υπόβαθρο“: ουδέτερο υπόβαθρο [iˈpovaθro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Fundament, Grundlage Fundamentουδέτερο | Neutrum, sächlich n υπόβαθρο Grundlageθηλυκό | Femininum, weiblich f υπόβαθρο υπόβαθρο