„υποσχόμενος“ υποσχόμενος [iposˈxomenos], υποσχόμενη, υποσχόμενοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) verheißungsvoll verheißungsvoll υποσχόμενος υποσχόμενος esempi πολλά υποσχόμενος vielversprechend πολλά υποσχόμενος