υποστήριγμα
[ipoˈstiriɣma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Unterlageθηλυκό | Femininum, weiblich fυποστήριγμα τεχνική | Technikτεχνυποστήριγμα τεχνική | Technikτεχν
esempi
- υποστήριγμα αυχέναNackenstützeθηλυκό | Femininum, weiblich f