„υπομονετικός“ υπομονετικός [ipomonetiˈkos], υπομονετική, υπομονετικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) geduldig geduldig υπομονετικός υπομονετικός