υπολογίζω
[ipoloˈjizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- berechnen, ausrechnen, kalkulierenυπολογίζω λογαριάζωυπολογίζω λογαριάζω
- mitrechnenυπολογίζω συμπεριλαμβάνωυπολογίζω συμπεριλαμβάνω
- berücksichtigenυπολογίζω λαμβάνω υπόψηυπολογίζω λαμβάνω υπόψη
υπολογίζω
[ipoloˈjizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -στηκα; -σμένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- rechnen (με mit)υπολογίζω βασίζομαι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφzählen (με auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)υπολογίζω βασίζομαι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφυπολογίζω βασίζομαι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
esempi
- υπολογίζω εσφαλμέναsich verkalkulieren