„υποκλοπή“: θηλυκό υποκλοπή [ipokloˈpi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Abhören Abhörenουδέτερο | Neutrum, sächlich n υποκλοπή τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, Telekommunikationτηλεφ υποκλοπή τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, Telekommunikationτηλεφ esempi υποκλοπή τηλεφώνου Anzapfungθηλυκό | Femininum, weiblich f υποκλοπή τηλεφώνου