„υποκειμενικός“ υποκειμενικός [ipokjimeniˈkos], υποκειμενική, υποκειμενικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) subjektiv subjektiv υποκειμενικός υποκειμενικός