υπεροχή
[iperoˈçi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Überlegenheitθηλυκό | Femininum, weiblich fυπεροχήυπεροχή
- Dominanzθηλυκό | Femininum, weiblich fυπεροχή επιβολήυπεροχή επιβολή