„υπερισχύω“: αμετάβατο ρήμα υπερισχύω [iperiˈsçio]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) überwiegen, siegen überwiegen υπερισχύω υπερισχύω siegen υπερισχύω νικώ υπερισχύω νικώ esempi υπερισχύω έναντι die Oberhand gewinnen über+αιτιατική | +Akkusativ +akk υπερισχύω έναντι