„υπερδεσμός“: αρσενικό υπερδεσμός [iperðezˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Hyperlink Hyperlinkουδέτερο | Neutrum, sächlich n υπερδεσμός ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ υπερδεσμός ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ