„υπαινίσσομαι“: αποθετικό ρήμα | μεταβατικό ρήμα υπαινίσσομαι [ipeˈnisome]αποθετικό ρήμα | Deponens depμεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-χτηκα> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) anspielen anspielen (κάτι auf etwas+αιτιατική | +Akkusativ +akk) υπαινίσσομαι υπαινίσσομαι esempi υπαινίσσομαι ότι … darauf andeuten, dass … υπαινίσσομαι ότι …