„υβριστικός“ υβριστικός [ivristiˈkos], υβριστική, υβριστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) beleidigend beleidigend υβριστικός υβριστικός